- ἀνακουφίσαι
- ἀνακουφίζωliftaor inf actἀνακουφίσαῑ , ἀνακουφίζωliftaor opt act 3rd sgἀνακουφίζωliftaor inf actἀνακουφίσαῑ , ἀνακουφίζωliftaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀνακουφίσαι — ἀνακουφίσαι , ἀνακουφίζω lift aor inf act ἀνακουφίσαῑ , ἀνακουφίζω lift aor opt act 3rd sg ἀνακουφίσαι , ἀνακουφίζω lift aor inf act ἀνακουφίσαῑ , ἀνακουφίζω lift aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)